- διδασκαλικως
- διδασκαλικῶςδιδασκᾰλικῶςпо правилам преподавательского искусства, т.е. надлежащим образом Plat., Polyb.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διδασκαλικῶς — διδασκαλικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
δασκαλικός — και δασκαλικός, η, ο (AM διδασκαλικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που ταιριάζει, ανήκει ή αναφέρεται σε δάσκαλο 2. φρ. «διδασκαλικό χωρίο» ή «τόπος διδασκαλικός» χωρίο από το οποίο εξάγεται φανερά η ερμηνεία λέξης ή η εφαρμογή γραμματικού ή συντακτικού… … Dictionary of Greek